Στόχος η δημιουργία τρισδιάστατων χαρτών ακριβείας του βυθού
Ο πρώτος στόλος από υποβρύχια ρομπότ- ανιχνευτές (marine drones),
πραγματοποιεί δοκιμές στο λιμάνι της γαλλικής Τουλόν. Τα μη επανδρωμένα
σκάφη μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα, αλλά και να συνεργαστούν μεταξύ
τους, χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη που διαθέτουν.
Ο ιδιότυπος αυτός στόλος αποτελείται από τα πρωτότυπα σκάφη που έστειλαν 5 ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, οι οποίες συμμετέχουν σε ένα τετραετές ευρωπαϊκό πρόγραμμα, κόστους 4 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη υποβρύχιων ρόβερ.
Τα ρομπότ έχουν σχήμα τορπίλης ή «έλκηθρου», ζυγίζουν από 31 έως 200 κιλά (το ισπανικό) και μπορούν να δράσουν σε βάθη έως 500 μέτρων. Καταδύονται από ένα σκάφος και επικοινωνώντας μεταξύ τους, αναπτύσσουν ένα δίκτυο παρακολούθησης, ενώ διαθέτουν βιντεοκάμερες και συστήματα ηχοεντοπισμού.
Μεταξύ άλλων, στόχος των ερευνητών είναι, με τη βοήθεια του ρομποτικού υποβρύχιου στόλου, να δημιουργήσουν τρισδιάστατους χάρτες ακριβείας του βυθού, κάτι που θα βοηθήσει σημαντικά το έργο των ωκεανογράφων, αρχαιολόγων, γεωλόγων, θαλάσσιων βιολόγων και άλλων επιστημόνων. Παράλληλα, όπως είναι προφανές, τέτοιοι μίνι-στόλοι μπορούν να έχουν διάφορες στρατιωτικές εφαρμογές.
Μεμονωμένα υποβρύχια ρομποτικά σκάφη βρίσκονται σε δράση εδώ και χρόνια. Αυτό όμως που συνιστά καινοτομία, όπως δήλωσε ο ερευνητής Βενσάν Ριγκό του Γαλλικού Ινστιτούτου Θαλασσίων Ερευνών, είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου στόλου από αυτά και μάλιστα με τη δυνατότητα να «συνομιλούν» μεταξύ τους και να δρουν αυτόνομα και συντονισμένα, χάρη στο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτουν.
Τα αντίστοιχα ιπτάμενα σκάφη (drones) επικοινωνούν μέσω ραδιοκυμάτων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ελεγκτές εδάφους που κατευθύνουν την αποστολή τους. Όμως κάτω από το νερό οι τεχνικές δυσκολίες είναι πολύ μεγαλύτερες, επειδή τα ραδιοκύματα δεν μπορούν να διαδοθούν στο νερό, με συνέπεια η επικοινωνία μέσω ηχητικών κυμάτων να είναι η μόνη λύση.
Έτσι, τα υποβρύχια ρομπότ χρησιμοποιούν ακουστικά σήματα για να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να λαμβάνουν οδηγίες. Όμως οι δυσκολίες παραμένουν, επειδή η μετάδοση των δεδομένων μέσω ήχων μέσα στο νερό είναι πολύ αργή και διαταράσσεται συχνά από παρεμβολές και θορύβους όπως η διέλευση των πλοίων.
Όπως δήλωσε ο Πέρε Ριδάο, ερευνητής του πανεπιστημίου της Χιρόνα, «είναι σαν να γυρνάμε πίσω στα μόντεμ στο ξεκίνημα της εποχής των υπολογιστών. Η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης των δεδομένων κάτω από το νερό είναι περίπου 100.000 φορές πιο αργή από μια κοινή σύνδεση ADSL. Χρειάζονται αρκετά λεπτά για να σταλεί μια εικόνα».
Γι’ αυτό τον λόγο, προς το παρόν τουλάχιστον, τα ρομπότ αποθηκεύουν στη μνήμη τους αυτά που «βλέπουν» γύρω τους, ώστε αργότερα, όταν αναδύονται πλέον στην επιφάνεια, οι επιστήμονες να ανακτήσουν τα αποθηκευμένα δεδομένα και να τα επεξεργαστούν περαιτέρω.
Ο ιδιότυπος αυτός στόλος αποτελείται από τα πρωτότυπα σκάφη που έστειλαν 5 ευρωπαϊκές χώρες, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία, οι οποίες συμμετέχουν σε ένα τετραετές ευρωπαϊκό πρόγραμμα, κόστους 4 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη υποβρύχιων ρόβερ.
Τα ρομπότ έχουν σχήμα τορπίλης ή «έλκηθρου», ζυγίζουν από 31 έως 200 κιλά (το ισπανικό) και μπορούν να δράσουν σε βάθη έως 500 μέτρων. Καταδύονται από ένα σκάφος και επικοινωνώντας μεταξύ τους, αναπτύσσουν ένα δίκτυο παρακολούθησης, ενώ διαθέτουν βιντεοκάμερες και συστήματα ηχοεντοπισμού.
Μεταξύ άλλων, στόχος των ερευνητών είναι, με τη βοήθεια του ρομποτικού υποβρύχιου στόλου, να δημιουργήσουν τρισδιάστατους χάρτες ακριβείας του βυθού, κάτι που θα βοηθήσει σημαντικά το έργο των ωκεανογράφων, αρχαιολόγων, γεωλόγων, θαλάσσιων βιολόγων και άλλων επιστημόνων. Παράλληλα, όπως είναι προφανές, τέτοιοι μίνι-στόλοι μπορούν να έχουν διάφορες στρατιωτικές εφαρμογές.
Μεμονωμένα υποβρύχια ρομποτικά σκάφη βρίσκονται σε δράση εδώ και χρόνια. Αυτό όμως που συνιστά καινοτομία, όπως δήλωσε ο ερευνητής Βενσάν Ριγκό του Γαλλικού Ινστιτούτου Θαλασσίων Ερευνών, είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου στόλου από αυτά και μάλιστα με τη δυνατότητα να «συνομιλούν» μεταξύ τους και να δρουν αυτόνομα και συντονισμένα, χάρη στο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτουν.
Τα αντίστοιχα ιπτάμενα σκάφη (drones) επικοινωνούν μέσω ραδιοκυμάτων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ελεγκτές εδάφους που κατευθύνουν την αποστολή τους. Όμως κάτω από το νερό οι τεχνικές δυσκολίες είναι πολύ μεγαλύτερες, επειδή τα ραδιοκύματα δεν μπορούν να διαδοθούν στο νερό, με συνέπεια η επικοινωνία μέσω ηχητικών κυμάτων να είναι η μόνη λύση.
Έτσι, τα υποβρύχια ρομπότ χρησιμοποιούν ακουστικά σήματα για να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να λαμβάνουν οδηγίες. Όμως οι δυσκολίες παραμένουν, επειδή η μετάδοση των δεδομένων μέσω ήχων μέσα στο νερό είναι πολύ αργή και διαταράσσεται συχνά από παρεμβολές και θορύβους όπως η διέλευση των πλοίων.
Όπως δήλωσε ο Πέρε Ριδάο, ερευνητής του πανεπιστημίου της Χιρόνα, «είναι σαν να γυρνάμε πίσω στα μόντεμ στο ξεκίνημα της εποχής των υπολογιστών. Η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης των δεδομένων κάτω από το νερό είναι περίπου 100.000 φορές πιο αργή από μια κοινή σύνδεση ADSL. Χρειάζονται αρκετά λεπτά για να σταλεί μια εικόνα».
Γι’ αυτό τον λόγο, προς το παρόν τουλάχιστον, τα ρομπότ αποθηκεύουν στη μνήμη τους αυτά που «βλέπουν» γύρω τους, ώστε αργότερα, όταν αναδύονται πλέον στην επιφάνεια, οι επιστήμονες να ανακτήσουν τα αποθηκευμένα δεδομένα και να τα επεξεργαστούν περαιτέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου